- γαυρότης
- γαυρότηςexultationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαυρότης — γαυρότης, η (Α) [γαύρος] 1. η έπαρση, η αλαζονεία 2. η θορυβώδης επίδειξη … Dictionary of Greek
γαυρότητι — γαυρότης exultation fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυρότητος — γαυρότης exultation fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)